- μερμιθουργός
- οαυτός που κλώθει τη μέρμιθα, σχοινοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμιθα «σχοινί» + -ουργός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μερμιθουργείο — το εργαστήριο στο οποίο κλώθεται η μέρμιθα, σχοινοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερμιθουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek